- νεφάριος
- ος , ον юр. незаконный (о браке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεφάριος — α, ο (Μ νεφάριος, ον) (γενικά) αθέμιτος νεοελλ. (για γάμο) παράνομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. nefarius < nefas «ανόσιο, αθέμιτο»] … Dictionary of Greek